- ἀνευρυσμός
- ἀνευρ-υσμός, ὁ,A dilatation,
ἀρτηρίας Antyll.
ap. Orib.45.24.2;μήτρας Dsc.1.13
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρτηρίας Antyll.
ap. Orib.45.24.2;μήτρας Dsc.1.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνευρυσμός — dilatation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανευρυσμός — ο (Α ἀνευρυσμός) το ανεύρυσμα* … Dictionary of Greek
ἀνευρυσμῷ — ἀνευρυσμός dilatation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνευρυσμόν — ἀνευρυσμός dilatation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανευρύνω — ἀνευρύνω (Α) διαστέλλω, πλαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + ευρύνω. ΠΑΡ. ανεύρυνση ( ις), ανεύρυσμα, ανευρυσμός] … Dictionary of Greek